- υπερουράνιος
- -α, -ο / ὑπερουράνιος, -ον, ΝΜΑ [οὐράνιος](κυρίως ως προσωνυμία τού Θεού) αυτός που βρίσκεται πάνω από τον ουρανόνεοελλ.φρ. «υπερουράνια στοιχεία»φυσ.-χημ. συνοπτική ονομασία τών τεχνητών ραδιενεργών χημικών στοιχείων τα οποία στον πίνακα τού περιοδικού συστήματος κατατάσσονται μετά από το ουράνιο, δηλαδή έχουν ατομικούς αριθμούς μεγαλύτερους από 92.
Dictionary of Greek. 2013.